I. inter·ven·tion·ist [ˌɪntəˈventʃənɪst, αμερικ -t̬ɚˈ-] ΠΟΛΙΤ ΕΠΊΘ αμετάβλ
- interventionist
- interventionistisch ειδικ ορολ
II. inter·ven·tion·ist [ˌɪntəˈventʃənɪst, αμερικ -t̬ɚˈ-] ΠΟΛΙΤ ΟΥΣ
- interventionist
- Interventionist(in) αρσ (θηλ) <-en, -en> ειδικ ορολ
-
- interventionist[ic]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.