στο λεξικό PONS
Aus·schluss <-es, Ausschlüsse>, Aus·schlußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
- Ausschluss von Mitglied
-
- Ausschluss von Spieler
-
- Ausschluss der Gewährleistung ΟΙΚΟΝ
-
- Ausschluss der Gewährleistung ΟΙΚΟΝ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ausschluss ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
-
- Ausschluss αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.