στο λεξικό PONS
An·griff <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Angriff ΣΤΡΑΤ (Attacke):
2. Angriff ΑΘΛ:
3. Angriff μτφ (aggressive Kritik):
An·griffs- und Ver·tei·di·gungs·mit·tel <-s, -> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
- Angriffs- und Verteidigungsmittel
-
-
- Angriffs-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.