reste [ʀɛst] ΟΥΣ αρσ
1. reste a. ΜΑΘ:
2. reste πλ:
ιδιωτισμοί:
resto [ʀɛsto] ΟΥΣ αρσ οικ
restaurant [ʀɛstɔʀɑ͂] ΟΥΣ αρσ
ressort1 [ʀ(ə)sɔʀ] ΟΥΣ αρσ
1. ressort (pièce métallique):
3. ressort λογοτεχνικό (motivation):
I. résolu(e) [ʀezɔly] ΡΉΜΑ
résolu part passé de résoudre
II. résolu(e) [ʀezɔly] ΕΠΊΘ
I. résoudre [ʀezudʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. résoudre:
3. résoudre (décider):
7. résoudre λογοτεχνικό (transformer):
II. résoudre [ʀezudʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. résoudre (se décider):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.