pitié [pitje] ΟΥΣ θηλ
1. pitié:
- pitié (compassion)
- Mitleid ουδ
- pitié (compassion)
- Mitgefühl ουδ
- pitié (miséricorde)
- Erbarmen ουδ
- sans pitié agir, combattre
-
- faire pitié
-
2. pitié (commisération accompagnée de mépris):
- quelle pitié! μειωτ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.