I. large [laʀʒ] ΕΠΊΘ
1. large:
3. large (important):
4. large (ouvert):
II. large [laʀʒ] ΕΠΊΡΡ
III. large [laʀʒ] ΟΥΣ αρσ
1. large (haute mer):
2. large (largeur):
ιδιωτισμοί:
larme [laʀm] ΟΥΣ θηλ
1. larme:
2. larme οικ (goutte):
ιδιωτισμοί:
II. larme [laʀm]
larme οικ:
larve [laʀv] ΟΥΣ θηλ
1. larve ΖΩΟΛ:
2. larve μειωτ οικ (chiffe molle):
3. larve (personne déchue):
arrêté ΟΥΣ
-
- Bundesbeschluss αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.