Debatte <-, -n> [deˈbatə] ΟΥΣ θηλ
1. Debatte (Streitgespräch):
2. Debatte ΚΟΙΝΟΒΟΥΛ:
- Debatte
- débats αρσ πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.