larvé(e) [laʀve] ΕΠΊΘ
1. larvé (latent):
- larvé(e) état
-
- larvé(e) conflit
-
- larvé(e) inflation
-
- larvé(e) guerre
-
- larvé(e) dictature, opposition
-
2. larvé ΙΑΤΡ:
larve [laʀv] ΟΥΣ θηλ
1. larve ΖΩΟΛ:
2. larve μειωτ οικ (chiffe molle):
3. larve (personne déchue):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.