Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. relat|if (relative) [ʀ(ə)latif, iv] ΕΠΊΘ
1. relatif (non absolu):
2. relatif (qui se rapporte):
- superlatif relatif ΓΛΩΣΣ
-
στο λεξικό PONS
relatif (-ive) [ʀ(ə)latif, -iv] ΕΠΊΘ
2. relatif (partiel):
3. relatif (en liaison avec):
relatif (-ive) [ʀ(ə)latif, -iv] ΕΠΊΘ
2. relatif (partiel):
3. relatif (en liaison avec):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.