Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
racé (racée) [ʀase] ΕΠΊΘ
1. racé personne:
- racé (racée)
-
2. racé:
- racé (racée) cheval
-
- racé (racée) chien
- pedigree προσδιορ
3. racé objet:
- racé (racée)
-
race [ʀas] ΟΥΣ θηλ
2. race ΖΩΟΛ:
3. race (espèce):
4. race (catégorie de personnes):
5. race (lignée):
στο λεξικό PONS
racé(e) [ʀase] ΕΠΊΘ
1. racé:
- racé(e) cheval
-
- racé(e) chien, chat
-
race [ʀas] ΟΥΣ θηλ
2. race (espèce zoologique, sorte):
racé(e) [ʀase] ΕΠΊΘ
1. racé:
- racé(e) cheval
-
- racé(e) chien, chat
-
race [ʀas] ΟΥΣ θηλ
2. race (espèce zoologique, sorte):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.