Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. malin (maligne) [malɛ̃, maliɲ] ΕΠΊΘ
1. malin (intelligent):
2. malin (difficile) οικ:
3. malin (méchant):
II. malin (maligne) [malɛ̃, maliɲ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. malin (personne rusée):
στο λεξικό PONS
I. malin (maligne) [malɛ̃, maliɲ] ΕΠΊΘ
I. malin (maligne) [malɛ͂, maliɲ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.