I. practised, practiced [βρετ ˈpraktɪst, αμερικ ˈpræktəst] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
practised → practise
II. practised, practiced [βρετ ˈpraktɪst, αμερικ ˈpræktəst] ΕΠΊΘ
I. practise, practice [βρετ ˈpraktɪs, αμερικ ˈpræktəs] ΡΉΜΑ μεταβ
II. practise, practice [βρετ ˈpraktɪs, αμερικ ˈpræktəs] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. practise (train):
2. practise (follow a profession):
I. practise, practice [βρετ ˈpraktɪs, αμερικ ˈpræktəs] ΡΉΜΑ μεταβ
II. practise, practice [βρετ ˈpraktɪs, αμερικ ˈpræktəs] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. practise (train):
2. practise (follow a profession):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.