στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
capacity [βρετ kəˈpasɪti, αμερικ kəˈpæsədi] ΟΥΣ
1. capacity (ability to hold):
2. capacity (ability to produce):
3. capacity (role):
4. capacity (ability):
5. capacity ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
-
- cilindrata θηλ
legal [βρετ ˈliːɡ(ə)l, αμερικ ˈliɡəl] ΕΠΊΘ
1. legal (relating to the law):
στο λεξικό PONS
capacity <-ies> [kə·ˈpæ·sə·ti] ΟΥΣ
1. capacity (volume, amount):
2. capacity (ability):
-
- attitudine θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- left-winger
- lefty
- leg
- legacy
- legal
- legal capacity
- legal consultant
- legal document
- legal eagle
- legal entity
- legalese