I. dipinto [diˈpinto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
dipinto → dipingere
II. dipinto [diˈpinto] ΕΠΊΘ
III. dipinto [diˈpinto] ΟΥΣ αρσ
I. dipingere [diˈpindʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dipingere ΤΈΧΝΗ:
2. dipingere (con le parole):
II. dipingere [diˈpindʒere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
III. dipingersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. dipingersi:
- dipingersi autore:
-
2. dipingersi (apparire):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.