στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
secretary [βρετ ˈsɛkrɪt(ə)ri, αμερικ ˈsɛkrəˌtɛri] ΟΥΣ
1. secretary ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
2. secretary (in GB) ΠΟΛΙΤ:
3. secretary (in US) ΠΟΛΙΤ:
4. secretary αμερικ (desk):
-
- secrétaire αρσ
στο λεξικό PONS
secretary <-ies> [ˈse·krə·te·ri] ΟΥΣ
foreign [ˈfɔ:·rɪn] ΕΠΊΘ
2. foreign (involving other countries):
3. foreign (unknown, uncharacteristic):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.