I. asciutto [aʃˈʃutto] ΕΠΊΘ
1. asciutto:
2. asciutto μτφ:
II. asciutto [aʃˈʃutto] ΟΥΣ αρσ
ciglio (m.pl. cigli, f.pl. ciglia) [ˈtʃiʎʎo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. ciglio πλ ciglia :
2. ciglio (sopracciglio):
3. ciglio πλ cigli (di strada):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.