στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


sad [βρετ sad, αμερικ sæd] ΕΠΊΘ
1. sad person, face, voice, song, film, news:
- sad
-
2. sad (unfortunate):
3. sad (deplorable):
- sad situation, attitude
-
SAD [βρετ sad, αμερικ sæd] ΟΥΣ
SAD → seasonal affective disorder
seasonal affective disorder [βρετ, αμερικ ˌsiz(ə)nəl əˈfɛktɪv dɪsˈɔrdər] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
sad sack [αμερικ ˈsæd ˌsæk] ΟΥΣ αμερικ οικ
- sad sack
-
στο λεξικό PONS




PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.