στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
malinconico <πλ malinconici, malinconiche> [malinˈkɔniko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
- malinconico persona
-
- malinconico persona
-
- malinconico espressione, voce
-
- malinconico musica
-
- melancholy person
- malinconico
- melancholy music, occasion
- malinconico, mesto
- maudlin song, story, tone
- malinconico, sentimentale
-
- malinconico
-
- malinconico
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.