στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. accorato [akkoˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
accorato → accorare
II. accorato [akkoˈrato] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.