στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. oval [βρετ ˈəʊv(ə)l, αμερικ ˈoʊvəl] ΕΠΊΘ oval-shaped
I. office [βρετ ˈɒfɪs, αμερικ ˈɔfɪs, ˈɑfɪs] ΟΥΣ
1. office (room or place of work):
2. office (position):
II. offices ΟΥΣ npl
στο λεξικό PONS
office [ˈɑ:·fɪs] ΟΥΣ
1. office of a company:
2. office ΠΟΛΙΤ (authoritative position):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- outwit
- outwith
- outwore
- outwork
- outworker
- Oval Office
- ovarial
- ovarian
- ovariectomy
- ovariotomy
- ovaritis