Oxford Spanish Dictionary
yr <pl yrs>
yr → year
year [αμερικ jɪr, βρετ jɪə, jəː] ΟΥΣ
1. year (period of time):
2.1. year <years, pl > (a long time):
2.2. year <years, pl > (age):
3.1. year:
στο λεξικό PONS
yr.
yr. ABBR year
- yr.
- año αρσ
year [jɪr] ΟΥΣ
1. year (twelve months):
2. year ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.