Oxford Spanish Dictionary
vuestro1 (vuestra) ΕΠΊΘ
1. vuestro Ισπ (de vosotros):
2. vuestro τυπικ:
- vuestro (vuestra)
-
στο λεξικό PONS
I. vuestro (-a) ΕΠΊΘ
II. vuestro (-a) ΑΝΤΩΝ κτητ
2. vuestro (tras artículo):
3. vuestro (tras sustantivo):
I. vuestro (-a) [ˈbwes·tro, -a] ΕΠΊΘ
II. vuestro (-a) [ˈbwes·tro, -a] ΑΝΤΩΝ κτητ
2. vuestro (tras artículo):
3. vuestro (tras sustantivo):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.