Oxford Spanish Dictionary
I. strange <stranger, strangest> [αμερικ streɪndʒ, βρετ streɪn(d)ʒ] ΕΠΊΘ
1. strange (odd):
2.1. strange (unfamiliar, unaccustomed):
στο λεξικό PONS
strange [streɪndʒ] ΕΠΊΘ
strange [streɪndʒ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.