Oxford Spanish Dictionary
grey ΕΠΊΘ ΟΥΣ βρετ
grey → gray
I. gray, grey βρετ [αμερικ ɡreɪ, βρετ ɡreɪ] ΕΠΊΘ <grayer grayest>
1.1. gray:
1.2. gray beard:
area [αμερικ ˈɛriə, βρετ ˈɛːrɪə] ΟΥΣ
1.1. area (geographical):
1.2. area (urban):
2. area (part of room, building, plot):
3. area (expanse, patch):
4. area ΜΑΘ:
5. area:
στο λεξικό PONS
I. grey [greɪ] ΟΥΣ χωρίς πλ
II. grey [greɪ] ΕΠΊΘ
grey [greɪ] ΕΠΊΘ ΟΥΣ ΡΉΜΑ αμετάβ, μεταβ
grey → gray
I. gray [greɪ] ΕΠΊΘ
4. gray (grey-haired):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.