Oxford Spanish Dictionary
soul [αμερικ soʊl, βρετ səʊl] ΟΥΣ
1.1. soul C ΘΡΗΣΚ:
1.2. soul C (spirit, essence):
1.3. soul U (feeling, spirituality):
2. soul C (person):
3. soul (personification):
soul-destroying [αμερικ ˈsoʊldəˌstrɔɪɪŋ, βρετ ˈsəʊldɪˌstrɔɪɪŋ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. soul [səʊl, αμερικ soʊl] ΟΥΣ
soul-stirring ΕΠΊΘ
soul-destroying [ˈsəʊldɪˌstrɔɪɪŋ, αμερικ ˈsoʊl-] ΕΠΊΘ
soul [soʊl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.