στο λεξικό PONS
under·tak·ing [ˌʌndəˈteɪkɪŋ, αμερικ -ɚˈ-] ΟΥΣ
1. undertaking (project):
2. undertaking τυπικ:
3. undertaking no pl (profession):
in·dus·trial under·ˈtak·ing ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
law on investment undertakings ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
undertaking ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
industrial undertaking ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
business enterprise, industrial undertaking ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
bus undertaking βρετ ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.