στο λεξικό PONS
I. So·ma·li <pl - [or -s]> [səˈmɑ:li, αμερικ soʊˈ-] ΟΥΣ
So·ma·li Demo·crat·ic Re·ˈpub·lic ΟΥΣ
rib·ald [ˈrɪbəld, ˈraɪ-] ΕΠΊΘ dated
bald·ly [ˈbɔ:ldli] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
global contingency planning phrase CTRL
global certificate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
global counterparty risk ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
global analysis ΟΥΣ CTRL
global guaranty ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
global satisfaction ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
global limit ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Globallimit ουδ
global bonds area ΟΥΣ ΤΜΉΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
global instability ΟΥΣ
global stability [ˌɡləʊblstəˈbɪləti] ΟΥΣ
global financial market ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
global optimum
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.