στο λεξικό PONS
glob·al sa·tis·ˈfac·tion ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
sat·is·fac·tion [ˌsætɪsˈfækʃən, αμερικ ˌsæt̬-] ΟΥΣ no pl
1. satisfaction (fulfilment):
2. satisfaction (sth producing fulfilment):
3. satisfaction (state of being convinced):
4. satisfaction (compensation):
5. satisfaction ιστ τυπικ (challenge to a duel):
6. satisfaction ΝΟΜ:
glob·al [ˈgləʊbəl, αμερικ ˈgloʊ-] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
global satisfaction ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
satisfaction ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.