στο λεξικό PONS
I. pri·ma·ry [ˈpraɪməri, αμερικ -meri] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. primary (principal):
2. primary (not derivative):
3. primary esp βρετ, αυστραλ (education):
re·spon·sibil·ity [rɪˌspɒn(t)səˈbɪləti, αμερικ -ˌspɑ:n(t)səˈbɪlət̬i] ΟΥΣ
1. responsibility no pl (state of being responsible):
2. responsibility (duty, authority):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
primary responsibility ΟΥΣ ΤΜΉΜ
responsibility ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
responsibility ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.