στο λεξικό PONS
I. multi·ˈna·tion·al ΟΥΣ
II. multi·ˈna·tion·al ΕΠΊΘ
I. oil [ɔɪl] ΟΥΣ
1. oil (lubricant):
3. oil ΜΑΓΕΙΡ:
4. oil (for cosmetic use):
5. oil (oil-based paints):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
oil multinational ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
| I | oil |
|---|---|
| you | oil |
| he/she/it | oils |
| we | oil |
| you | oil |
| they | oil |
| I | oiled |
|---|---|
| you | oiled |
| he/she/it | oiled |
| we | oiled |
| you | oiled |
| they | oiled |
| I | have | oiled |
|---|---|---|
| you | have | oiled |
| he/she/it | has | oiled |
| we | have | oiled |
| you | have | oiled |
| they | have | oiled |
| I | had | oiled |
|---|---|---|
| you | had | oiled |
| he/she/it | had | oiled |
| we | had | oiled |
| you | had | oiled |
| they | had | oiled |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- oilfield
- oil filter
- oil-fired
- oil furnace
- oil gauge
- oil multinational
- oil paint
- oil painting
- oil palm
- oil pipeline
- oil plant