στο λεξικό PONS
Leis·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Leistung kein πλ:
2. Leistung (geleistetes Ergebnis):
4. Leistung ΤΕΧΝΟΛ:
4. Leistung ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Entrichtung):
5. Leistung ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Zahlung):
ˈman·hour ΟΥΣ
-
- Mannstunde θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
man-hour ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Mannstunde θηλ
Erwerbstätigenstunde ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Mannstunde ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.