

mad·der [ˈmædəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. madder ΒΟΤ:
- madder
- Krapp αρσ
- madder
- Färberröte θηλ
2. madder (dye):
- madder
- Krappfarbstoff αρσ
mad <-dd> [mæd] ΕΠΊΘ
1. mad esp βρετ οικ (insane):
2. mad esp βρετ μτφ οικ (foolish):
3. mad αμετάβλ (frantic):
4. mad οικ (enthusiastic):
5. mad αμερικ οικ (angry):
6. mad (rabid):


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.