στο λεξικό PONS
lien of ˈrec·ord ΟΥΣ ΝΟΜ
lien [li:ən, αμερικ li:n] ΟΥΣ ΝΟΜ
con·tract of ˈlien ΟΥΣ ΝΟΜ
-
- Pfandvertrag αρσ
blan·ket ˈlien ΟΥΣ αμερικ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lien of record ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
mechanic's lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
general lien ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
blanket lien ΟΥΣ ΑΚΊΝ
contract of lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
alien corporation ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
affirmation in lieu of an oath ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
right of lien ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Pfandrecht ουδ
statement in lieu of an oath ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
declaration in lieu of an oath phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
castle siege [ˈkɑːslˌsiːʤ] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.