στο λεξικό PONS
al·ien cor·po·ˈra·tion ΟΥΣ αμερικ ΝΟΜ
I. al·ien [ˈeɪliən] ΕΠΊΘ
1. alien (foreign):
II. al·ien [ˈeɪliən] ΟΥΣ
1. alien τυπικ μειωτ (foreigner):
2. alien (from space):
cor·po·ra·tion [ˌkɔ:pərˈeɪʃən, αμερικ ˌkɔ:rpəˈreɪ-] ΟΥΣ
1. corporation (business):
2. corporation:
3. corporation βρετ (local council):
4. corporation βρετ χιουμ οικ (big belly):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
alien corporation ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
corporation ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
corporation, firm, company ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Algonkian
- Algonquian
- algorithm
- alias
- alibi
- alien corporation
- alieni juris
- alight
- alighting time
- align
- alignment