στο λεξικό PONS
in·vest·ment di·ver·si·fi·ˈca·tion ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
di·ver·si·fi·ˈca·tion in·vest·ment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
di·ver·si·fi·ca·tion of in·ˈvest·ment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
di·ver·si·fi·ca·tion [daɪˈvɜ:sɪfɪˈkeɪʃən, αμερικ dɪˈvɜ:r-] ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ
1. diversification of services:
2. diversification of business:
I. in·vest·ment [ɪnˈves(t)mənt] ΟΥΣ
1. investment (act of investing):
2. investment ΧΡΗΜΑΤΟΠ (instance of investing):
3. investment ΧΡΗΜΑΤΟΠ (share):
II. in·vest·ment [ɪnˈves(t)mənt] ΟΥΣ modifier
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
investment diversification ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
investment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
investment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.