στο λεξικό PONS
in·ner [ˈɪnəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ, usu προσδιορ
1. inner (interior):
ˈin·ner-city ΕΠΊΘ
in·ner ˈsole ΟΥΣ
ˈbed lin·en ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inner-city ΕΠΊΘ ΑΚΊΝ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
tonne kilometre, tonne-kilometre
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.