στο λεξικό PONS
ˈin·ner-city ΕΠΊΘ




in·ner [ˈɪnəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ, usu προσδιορ
1. inner (interior):
I. city [ˈsɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. city (large town):
3. city αυστραλ (city centre):
II. city [ˈsɪti, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ modifier
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inner-city ΕΠΊΘ ΑΚΊΝ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.