στο λεξικό PONS
ex·plo·sive de·ˈvice ΟΥΣ
de·vice [dɪˈvaɪs] ΟΥΣ
1. device (machine):
2. device (method):
3. device (bomb):
I. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΕΠΊΘ
1. explosive (able to blow up):
2. explosive μτφ (very loud):
II. ex·plo·sive [ɪkˈspləʊsɪv, ekˈ-, αμερικ -ˈsploʊ-] ΟΥΣ
1. explosive usu pl (substance):
2. explosive ΓΛΩΣΣ:
device ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
device [dɪˈvaɪs] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.