I. eighty [ˈeɪti, αμερικ -t̬i] ΕΠΊΘ
1. eighty (number):
II. eighty [ˈeɪti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. eighty (number):
2. eighty (age):
3. eighty (decade):
5. eighty οικ (speed: 80 mph):
ˈeighty-year ΕΠΊΘ προσδιορ
eighty-year war:
eighty-ˈsix ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ οικ
-
- jdn rausschmeißen
II. ˈeighty-year-old ΟΥΣ
one-eighty ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.