στο λεξικό PONS
I. down·ward [ˈdaʊnwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. down·ward [ˈdaʊnwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΡΡ esp αμερικ
downward → downwards
down·wards [ˈdaʊnwədz, αμερικ -wɚdz] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. downwards (in/toward a lower position):
re·vi·sion [rɪˈvɪʒən] ΟΥΣ
1. revision no pl (act of revising):
2. revision (reconsidered version):
3. revision (alteration):
4. revision no pl βρετ, αυστραλ (studying a subject again):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
downward revision ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.