στο λεξικό PONS
ˈdebt-ser·vice ra·tio ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ra·tio [ˈreɪʃiəʊ, αμερικ -oʊ] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, Η/Υ
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
ratio ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
debt ratio ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Schuldenquote θηλ
debt-service ratio ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
debt-equity ratio ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
debt position ratio ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
ratio (math.)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.