στο λεξικό PONS
ˈcus·toms super·vi·sion ΟΥΣ
cus·tom [ˈkʌstəm] ΟΥΣ
1. custom (tradition):
2. custom no pl (usual behaviour):
custom ΕΠΊΘ
- custom ΤΕΧΝΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
customs supervision ΟΥΣ ΤΜΉΜ
supervision ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.