στο λεξικό PONS
col·lec·tive re·spon·siˈbil·ity ΟΥΣ ΝΟΜ
re·spon·sibil·ity [rɪˌspɒn(t)səˈbɪləti, αμερικ -ˌspɑ:n(t)səˈbɪlət̬i] ΟΥΣ
1. responsibility no pl (state of being responsible):
2. responsibility (duty, authority):
I. col·lec·tive [kəˈlektɪv] ΕΠΊΘ
II. col·lec·tive [kəˈlektɪv] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
responsibility ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
responsibility ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
collective ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.