στο λεξικό PONS
ar·range·ment [əˈreɪnʤmənt] ΟΥΣ
1. arrangement (preparations):
-  arrangements pl
-  
2. arrangement (agreement):
3. arrangement (method of organizing sth):
4. arrangement (ordering):
I. an·nual [ˈænjuəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. an·nual [ˈænjuəl] ΟΥΣ
2. annual (plant):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
annual arrangement ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
arrangement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
