στο λεξικό PONS
Mi·gra·ti·on <-, -en> [migraˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ ΒΙΟΛ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
- Migration
- migration
- migration
- Migration θηλ <-, -en> ειδικ ορολ
- migration
- Migration θηλ <-, -en>
- annual migration
- alljährliche Migration
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
- forced migration
- erzwungene Migration
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.