στο λεξικό PONS
us·age [ˈju:sɪʤ] ΟΥΣ
1. usage no pl:
2. usage no pl (customary practice):
3. usage ΓΛΩΣΣ (instance of using language):
- usage of a term, word
-
4. usage no pl ΓΛΩΣΣ (manner of using language):
I. al·ter·na·tive [ɔ:lˈtɜ:nətɪv, αμερικ -ˈtɜ:rnet̬-] ΟΥΣ
II. al·ter·na·tive [ɔ:lˈtɜ:nətɪv, αμερικ -ˈtɜ:rnet̬-] ΕΠΊΘ
1. alternative προσδιορ (offering choice):
2. alternative (unconventional):
- alternative music, lifestyle
-
3. alternative ΝΟΜ:
4. alternative ΠΟΛΙΤ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
usage ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Verwendung θηλ
alternative ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
alternative exon usage ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.