στο λεξικό PONS
mod·el·ling [ˈmɒdəlɪŋ, αμερικ ˈmɑ:d] ΟΥΣ no pl
2. modelling (making 3D models):
-
- Modellieren ουδ
mod·el·ing [αμερικ ˈmɑ:dəlɪŋ] ΟΥΣ αμερικ
modeling → modelling
modelling ΟΥΣ
mod·el·ling [ˈmɒdəlɪŋ, αμερικ ˈmɑ:d] ΟΥΣ no pl
2. modelling (making 3D models):
-
- Modellieren ουδ
I. Hel·len·ic [heˈli:nɪk, αμερικ həˈlen-] ΟΥΣ no pl
-
- Hellenisch ουδ
-
- Griechisch ουδ
II. Hel·len·ic [heˈli:nɪk, αμερικ həˈlen-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. re·pel·lent [rɪˈpelənt] ΟΥΣ
ex·cel·lent [ˈeksələnt] ΕΠΊΘ επιβεβαιωτ
late-mod·el ˈcar ΟΥΣ
fused deposition modeling ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
modelling technique ΟΥΣ CTRL
-
- Modelliertechnik θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
spatial modelling
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
behavioural models
modelling approach
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.