στο λεξικό PONS
mo·dal·ity <pl -ties> [məʊˈdælətɪ, αμερικ moʊˈdælət̬ɪ] ΟΥΣ
- modality
-
- modality procedure
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
modality ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- modality
- Modalität θηλ
changeover modality ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- changeover modality (beim Währungsumtausch)
-
-
- modality
-
- changeover modality
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.