στο λεξικό PONS
Min·dest·um·tausch <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ kein πλ
Geld·um·tausch <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Wäh·rungs·um·stel·lung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Be·wäh·rungs·hel·fer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Be·wäh·rungs·ur·teil ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Wäh·rungs·uni·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Er·näh·rungs·um·stel·lung ΟΥΣ θηλ
I. wäh·rungs·po·li·tisch ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Umtausch ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Aktienumtausch ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Währungsumstellung ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Euro-Währungsraum ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Währungsumrechnung ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Europäische Währungsunion ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Währungsscheck ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Währungsgrundbetrag ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.