στο λεξικό PONS


bor·row·er [ˈbɒrəʊəʳ, αμερικ ˈbɑ:roʊɚ] ΟΥΣ
1. borrower (from a bank):
ˈbor·row·er coun·try ΟΥΣ


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
group of borrowers ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Schuldnergruppe θηλ
borrower ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
borrower country ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
borrower relation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
borrower-specific ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
borrower group ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
borrower unit ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
delinquent borrower ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.